- φοβητός
- φοβ-ητός, ή, όν,A to be feared, τινι S.Ph. 1154 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοβητός — to be feared masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβητός — ή, όν, Α [φοβώ] αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να φοβάται … Dictionary of Greek
φοβητόν — φοβητός to be feared masc acc sg φοβητός to be feared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβητικός — ή, όν, Α [φοβητός] αυτός που διακατέχεται από φόβο … Dictionary of Greek
φοβητσιάρης — και φοβιτσιάρης, α, ικο, Ν αυτός που φοβάται εύκολα, ολιγόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. φοβητός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης, καυχησ ιάρης)] … Dictionary of Greek